γνωσιμάχος

γνωσιμάχος
ο (AM γνωσιμάχος)
αυτός που αγωνίζεται κατά τής επιστημονικής γνώσεως
μσν.
Γνωσιμάχοι, οἱ
οι χριστιανοί που απέρριπταν κάθε γνώση και μάθηση γιατί πίστευαν πως αυτές απομακρύνουν τον άνθρωπο από τη σωτηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γνώσις + -μάχος < μάχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”